προσκτισθείσῃ — προσκτίζω build aor part pass fem dat sg (attic epic ionic) προσκτίζω build aor part pass fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκτισθῆναι — προσκτίζω build aor inf pass προσκτίζω build aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκτίσαντες — προσκτίζω build aor part act masc nom/voc pl προσκτίζω build aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέκτισται — προσκτίζω build perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
προσεκτικός — attentive masc nom sg προσκτίζω build perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεκτίσθησαν — προσεκτί̱σθησαν , προσεκτίνω pay in addition aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) προσκτίζω build aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέκτισαν — προσέκτῑσαν , προσεκτίνω pay in addition aor ind act 3rd pl (homeric ionic) προσκτίζω build aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέκτισε — προσέκτῑσε , προσεκτίνω pay in addition aor ind act 3rd sg (homeric ionic) προσκτίζω build aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέκτισεν — προσέκτῑσεν , προσεκτίνω pay in addition aor ind act 3rd sg (homeric ionic) προσκτίζω build aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)